- ἐναράτιον
- ἐναράτιον, τό,A = ἐνηρόσιον, IG12(1).924.20 (Rhodes, iii B. C.), dub. in ib.9(2).1229.10 (Phalanna, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναράτιον — ἐναράτιον, το (Α) μίσθωμα που προέρχεται από μίσθωση καλλιεργήσιμης γης … Dictionary of Greek